πανέτοιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανέτοιμος | η | πανέτοιμη | το | πανέτοιμο |
| γενική | του | πανέτοιμου | της | πανέτοιμης | του | πανέτοιμου |
| αιτιατική | τον | πανέτοιμο | την | πανέτοιμη | το | πανέτοιμο |
| κλητική | πανέτοιμε | πανέτοιμη | πανέτοιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανέτοιμοι | οι | πανέτοιμες | τα | πανέτοιμα |
| γενική | των | πανέτοιμων | των | πανέτοιμων | των | πανέτοιμων |
| αιτιατική | τους | πανέτοιμους | τις | πανέτοιμες | τα | πανέτοιμα |
| κλητική | πανέτοιμοι | πανέτοιμες | πανέτοιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πανέτοιμος, -η, -ο
- καθ' όλα έτοιμος, έτοιμος από κάθε άποψη
- Οι αθλητές ολοκλήρωσαν την προετοιμασία και αισθάνονται πανέτοιμοι για τον μεγάλο αγώνα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.