Παν

Νέα ελληνικά (el)

Αφροδίτη, Παν και Έρως

Ετυμολογία

Παν < αρχαία ελληνική Πάν

Προφορά

ΔΦΑ : /pan/

Κύριο όνομα

Παν αρσενικό

  • όνομα αρχαίας ελληνικής θεότητας και προσώπου της μυθολογίας, γιος του Ερμή, ανθρωπόμορφος, αλλά με κέρατα, αυτιά και πόδια τράγου
η λατρεία του Πανός ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.