παν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αντωνυμίας πας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκής ρίζας πα-
Ουσιαστικό
παν ουδέτερο
- το σύνολο, το σύμπαν, αλλά και το απόλυτα σημαντικό ή το πιο ουσιαστικό στοιχείο μιας κατάστασης, μιας διαπραγμάτευσης, ενός μηχανισμού.
- είσαι το παν για εμένα
- το παν είναι να μη γίνει πόλεμος
- "το" παν" για να είσαι υγιής είναι να ακολουθείς καλή διατροφή"
- τα πάντα δεν μπορούν να περιγραφούν εντός ενός συνόλου, διότι σχετίζονται με το άπειρο που είναι αέναη τάση θεμελιωδώς απαγής• επιπλέον κάποια σύνολα είναι μαθηματικά πλήρη ως ανεξάρτητα σε σχέση με τουλάχιστον κάποια άλλα.
Σημειώσεις
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη πας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.