παρατεταγμένα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρατεταγμένα < αρχαία ελληνική παρατεταγμένα, πληθ. ουδετέρου μετοχής παρατεταγμένος < παρατέταγμαι (παρακείμενος του παρατάσσομαι) < παρατάσσω και παρατάττω < παρά και τάσσω

Επίρρημα

παρατεταγμένα

  • με σειρά, τάξη, σε παράταξη, στο στρατό, στη γυμναστικη, στο σχολείο, στις επιδείξεις, στις διαδηλώσεις, στις πορείες
Να προχωράτε παρατεταγμένα, μη χαλάτε τις σειρές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος μετοχής

παρατεταγμένα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.