παρατάσσομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρατάσσομαι < αρχαία ελληνική παρατάσσομαι, μέση φωνή του παρατάσσω < παρά + τάσσω

Ρήμα

παρατάσσομαι

παθητική φωνή του ρήματος παρατάσσω
  1. τάσσομαι σε σειρά, σε τάξη, σε στρατιωτική παρέλαση, σε διαδήλωση, στην αυλή του σχολείου, στις επιδείξεις
  2. συμμαχώ, υποστηρίζω, συμπαρατάσσομαι
    παρατάχθηκε με τους κεντροδεξιούς στις τελευταίες εκλογές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.