παραδρομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραδρομή οι παραδρομές
      γενική της παραδρομής των παραδρομών
    αιτιατική την παραδρομή τις παραδρομές
     κλητική παραδρομή παραδρομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραδρομή, από τη φράση ἐν παραδρομῇ[1] < παρατρέχω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðɾoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραδρομή

Ουσιαστικό

παραδρομή θηλυκό

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραδρομή αἱ παραδρομαί
      γενική τῆς παραδρομῆς τῶν παραδρομῶν
      δοτική τῇ παραδρομ ταῖς παραδρομαῖς
    αιτιατική τὴν παραδρομήν τὰς παραδρομᾱ́ς
     κλητική ! παραδρομή παραδρομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραδρομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παραδρομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραδρομή < παραδραμεῖν, απαρέμφατο αορίστου β' του παρατρέχω παρα-

Ουσιαστικό

παραδρομή θηλυκό

  1. τρέξιμο κοντά ή παράπλευρα
  2. περιστροφή, ανατροπή
  3. βιασύνη, βιαστική αναφορά

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη παρατρέχω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.