τρέξιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρέξιμο | τα | τρεξίματα |
| γενική | του | τρεξίματος | των | τρεξιμάτων |
| αιτιατική | το | τρέξιμο | τα | τρεξίματα |
| κλητική | τρέξιμο | τρεξίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τρέξιμο στο Σικάγο των ΗΠΑ
Ετυμολογία
- τρέξιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρέξιμον. Συγχρονικά αναλύεται σε τρεξ- (τρέχω) + -ιμο[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾe.ksi.mo/
Ουσιαστικό
τρέξιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του τρέχω
- (αθλητισμός) αγώνισμα δρόμου
- (μεταφορικά)
- (στον ενικό και στον πληθυντικό) πολλές δουλειές που απαιτούν πολύπλοκες ενέργειες
- (στον πληθυντικό) υποθέσεις με εμπλοκή και προβλήματα
- έχει τρεξίματα με την εφορία: τον καλέσανε για έλεγχο
- ≈ συνώνυμα: τρεχάματα, μπλεξίματα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τρέξιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.