τρέξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρέξιμο τα τρεξίματα
      γενική του τρεξίματος των τρεξιμάτων
    αιτιατική το τρέξιμο τα τρεξίματα
     κλητική τρέξιμο τρεξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τρέξιμο στο Σικάγο των ΗΠΑ

Ετυμολογία

τρέξιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρέξιμον. Συγχρονικά αναλύεται σε τρεξ- (τρέχω) + -ιμο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾe.ksi.mo/

Ουσιαστικό

τρέξιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του τρέχω
    1. (αθλητισμός) αγώνισμα δρόμου
  2. (μεταφορικά)
    1. (στον ενικό και στον πληθυντικό) πολλές δουλειές που απαιτούν πολύπλοκες ενέργειες
      έχω πολύ τρέξιμο να κάνω σε διάφορες υπηρεσίες για πάρω τη βεβαίωση που θέλω, τρέχω και δε φτάνω
       συνώνυμα: τρεχάματα
    2. (στον πληθυντικό) υποθέσεις με εμπλοκή και προβλήματα
      έχει τρεξίματα με την εφορία: τον καλέσανε για έλεγχο
       συνώνυμα: τρεχάματα, μπλεξίματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.