παράδρομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παράδρομος | οι | παράδρομοι |
| γενική | του | παράδρομου | των | παράδρομων |
| αιτιατική | τον | παράδρομο | τους | παράδρομους |
| κλητική | παράδρομε | παράδρομοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παράδρομος < αρχαία ελληνική παράδρομος < παρά + δρόμος
Ουσιαστικό
παράδρομος αρσενικό
- μικρότερος δρόμος, παράλληλος ενός μεγαλύτερου (π.χ. λεωφόρου ή εθνικής οδού)
Συνώνυμα
- παραδρόμι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.