γλωσσικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλωσσικός | η | γλωσσική | το | γλωσσικό |
| γενική | του | γλωσσικού | της | γλωσσικής | του | γλωσσικού |
| αιτιατική | τον | γλωσσικό | τη | γλωσσική | το | γλωσσικό |
| κλητική | γλωσσικέ | γλωσσική | γλωσσικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλωσσικοί | οι | γλωσσικές | τα | γλωσσικά |
| γενική | των | γλωσσικών | των | γλωσσικών | των | γλωσσικών |
| αιτιατική | τους | γλωσσικούς | τις | γλωσσικές | τα | γλωσσικά |
| κλητική | γλωσσικοί | γλωσσικές | γλωσσικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλωσσικός < γλώσσα
Επίθετο
γλωσσικός
- ο σχετικός με την γραπτή και προφορική επικοινωνία, με το λόγο
- ο σχετικός με το όργανο της γλώσσας
Μεταφράσεις
γλωσσικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.