παραγραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγραφή οι παραγραφές
      γενική της παραγραφής των παραγραφών
    αιτιατική την παραγραφή τις παραγραφές
     κλητική παραγραφή παραγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραγραφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραγραφή < παραγράφω < παρα- + γράφω

Ουσιαστικό

παραγραφή θηλυκό

  • (νομικός όρος) η διαγραφή των συνεπειών ενός διαπραχθέντος αδικήματος μετά από κάποιο χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραγραφή αἱ παραγραφαί
      γενική τῆς παραγραφῆς τῶν παραγραφῶν
      δοτική τῇ παραγραφ ταῖς παραγραφαῖς
    αιτιατική τὴν παραγραφήν τὰς παραγραφᾱ́ς
     κλητική ! παραγραφή παραγραφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραγραφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παραγραφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραγραφή < παραγράφω < παρα- + γράφω

Ουσιαστικό

παραγραφή θηλυκό

  1. οτιδήποτε γράφεται δίπλα
  2. σημείωση στο περιθώριο που δηλώνει το τέλος μιας περιόδου
  3. παράγραφος
  4. σύντομη περίληψη μιας υπόθεσης
  5. (νομικός όρος) ένσταση
  6. (νομικός όρος) ένδικο μέσο αναβολής
  7. (ελληνιστική σημασία , νομικός όρος) νομική εξαίρεση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.