ένδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένδικος η ένδικη το ένδικο
      γενική του ένδικου της ένδικης του ένδικου
    αιτιατική τον ένδικο την ένδικη το ένδικο
     κλητική ένδικε ένδικη ένδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένδικοι οι ένδικες τα ένδικα
      γενική των ένδικων των ένδικων των ένδικων
    αιτιατική τους ένδικους τις ένδικες τα ένδικα
     κλητική ένδικοι ένδικες ένδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ένδικος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔνδικος (αναφερόμενος σε δικαστήριο) < αρχαία ελληνική σημασία: νόμιμος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ένδικος

Επίθετο

ένδικος, -η, -ο

  • (νομικός όρος) που προβλέπεται από τη δικονομία ή σχετίζεται μ’ αυτήν

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.