παπαγάλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παπαγάλος | οι | παπαγάλοι |
| γενική | του | παπαγάλου | των | παπαγάλων |
| αιτιατική | τον | παπαγάλο | τους | παπαγάλους |
| κλητική | παπαγάλε | παπαγάλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένας παπαγάλος (1)

παπαγάλος (3)
Ετυμολογία
- παπαγάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική pappagallo < μεσαιωνική ελληνική παπαγᾶς (αντιδάνειο) < αραβική ببغاء (babagha) < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.paˈɣa.los/
Ουσιαστικό
παπαγάλος αρσενικό
- (πτηνό) συνομοταξία πουλιών που ανήκουν στην οικογένεια των Ψιττακιδών
- (μεταφορικά) αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια άλλων δίχως αντίληψη των νοημάτων τους
- εργαλείο με ρυθμιζόμενο άνοιγμα
Σημειώσεις
- το εργαλείο διαφέρει από τον κάβουρα
-
παπαγάλος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.