παπαγαλίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπαγαλίστικος η παπαγαλίστικη το παπαγαλίστικο
      γενική του παπαγαλίστικου της παπαγαλίστικης του παπαγαλίστικου
    αιτιατική τον παπαγαλίστικο την παπαγαλίστικη το παπαγαλίστικο
     κλητική παπαγαλίστικε παπαγαλίστικη παπαγαλίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπαγαλίστικοι οι παπαγαλίστικες τα παπαγαλίστικα
      γενική των παπαγαλίστικων των παπαγαλίστικων των παπαγαλίστικων
    αιτιατική τους παπαγαλίστικους τις παπαγαλίστικες τα παπαγαλίστικα
     κλητική παπαγαλίστικοι παπαγαλίστικες παπαγαλίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παπαγαλίστικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

παπαγαλίστικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.