παπαγαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παπαγαλίζω < παπαγάλος
Ρήμα
παπαγαλίζω
- μιλάω όπως ο παπαγάλος, επαναλαμβάνω κάτι που έχω αποστηθίσει χωρίς να καταλαβαίνω την ουσία του
Συγγενικά
Συνώνυμα
- ψιττακίζω (παρωχημένο)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παπαγαλίζω | παπαγάλιζα | θα παπαγαλίζω | να παπαγαλίζω | παπαγαλίζοντας | |
| β' ενικ. | παπαγαλίζεις | παπαγάλιζες | θα παπαγαλίζεις | να παπαγαλίζεις | παπαγάλιζε | |
| γ' ενικ. | παπαγαλίζει | παπαγάλιζε | θα παπαγαλίζει | να παπαγαλίζει | ||
| α' πληθ. | παπαγαλίζουμε | παπαγαλίζαμε | θα παπαγαλίζουμε | να παπαγαλίζουμε | ||
| β' πληθ. | παπαγαλίζετε | παπαγαλίζατε | θα παπαγαλίζετε | να παπαγαλίζετε | παπαγαλίζετε | |
| γ' πληθ. | παπαγαλίζουν(ε) | παπαγάλιζαν παπαγαλίζαν(ε) |
θα παπαγαλίζουν(ε) | να παπαγαλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παπαγάλισα | θα παπαγαλίσω | να παπαγαλίσω | παπαγαλίσει | ||
| β' ενικ. | παπαγάλισες | θα παπαγαλίσεις | να παπαγαλίσεις | παπαγάλισε | ||
| γ' ενικ. | παπαγάλισε | θα παπαγαλίσει | να παπαγαλίσει | |||
| α' πληθ. | παπαγαλίσαμε | θα παπαγαλίσουμε | να παπαγαλίσουμε | |||
| β' πληθ. | παπαγαλίσατε | θα παπαγαλίσετε | να παπαγαλίσετε | παπαγαλίστε | ||
| γ' πληθ. | παπαγάλισαν παπαγαλίσαν(ε) |
θα παπαγαλίσουν(ε) | να παπαγαλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παπαγαλίσει | είχα παπαγαλίσει | θα έχω παπαγαλίσει | να έχω παπαγαλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παπαγαλίσει | είχες παπαγαλίσει | θα έχεις παπαγαλίσει | να έχεις παπαγαλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παπαγαλίσει | είχε παπαγαλίσει | θα έχει παπαγαλίσει | να έχει παπαγαλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παπαγαλίσει | είχαμε παπαγαλίσει | θα έχουμε παπαγαλίσει | να έχουμε παπαγαλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παπαγαλίσει | είχατε παπαγαλίσει | θα έχετε παπαγαλίσει | να έχετε παπαγαλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παπαγαλίσει | είχαν παπαγαλίσει | θα έχουν παπαγαλίσει | να έχουν παπαγαλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.