ψιττακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψιττακός | οι | ψιττακοί |
| γενική | του | ψιττακού | των | ψιττακών |
| αιτιατική | τον | ψιττακό | τους | ψιττακούς |
| κλητική | ψιττακέ | ψιττακοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψιττακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψιττακός < αρχαία ελληνική ψιττάκη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.taˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψιτ‐τα‐κός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ψιττακός
|
→ δείτε τη λέξη παπαγάλος |
Αναφορές
- ψιττακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ψιττακός | οἱ | ψιττακοί | ||||
| γενική | τοῦ | ψιττακοῦ | τῶν | ψιττακῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ψιττακῷ | τοῖς | ψιττακοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | ψιττακόν | τοὺς | ψιττακούς | ||||
| κλητική ὦ! | ψιττακέ | ψιττακοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιττακώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψιττακοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ψιττακός < αρχαία ελληνική ψιττάκη
- βίττακος
- σιττακός
Συνώνυμα
Πηγές
- ψιττακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψιττακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.