ψιττακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψιττακός οι ψιττακοί
      γενική του ψιττακού των ψιττακών
    αιτιατική τον ψιττακό τους ψιττακούς
     κλητική ψιττακέ ψιττακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιττακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψιττακός < αρχαία ελληνική ψιττάκη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.taˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψιττακός

Ουσιαστικό

ψιττακός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψιττακός οἱ ψιττακοί
      γενική τοῦ ψιττακοῦ τῶν ψιττακῶν
      δοτική τῷ ψιττακ τοῖς ψιττακοῖς
    αιτιατική τὸν ψιττακόν τοὺς ψιττακούς
     κλητική ! ψιττακέ ψιττακοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψιττακώ
γεν-δοτ τοῖν  ψιττακοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιττακός < αρχαία ελληνική ψιττάκη

Ουσιαστικό

ψιττακός αρσενικό

  • βίττακος
  • σιττακός

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.