παπαγαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παπαγαλάκι | τα | παπαγαλάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | παπαγαλάκι | τα | παπαγαλάκια |
| κλητική | παπαγαλάκι | παπαγαλάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παπαγαλάκι < υποκοριστικό του παπαγάλος
Ουσιαστικό
παπαγαλάκι ουδέτερο
- μικρός παπαγάλος
- είδος μικρόσωμων πουλιών (Melopsittacus undulatus) που ανήκουν στους παπαγάλους
- εργαλείο χειρός
- ≈ συνώνυμα:
- γκαζοτανάλια
- (μεταφορικά) άτομο που διαδίδει διάφορες, αγνώστου ποιότητας, πληροφορίες στους χρηματιστηριακούς κύκλους με σκοπό την παραποίηση της τιμής των μετοχών (συνήθως στον πληθυντικό, για ομάδα τέτοιων ατόμων)
- μικρός ανυψωτικός γερανός ενσωματωμένος σε φορτηγό

Φορτηγό με γερανό (παπαγαλάκι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.