ψιττάκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ψιττᾰκα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ψιττάκη | αἱ | ψιττάκαι | |
| γενική | τῆς | ψιττάκης | τῶν | ψιττακῶν | |
| δοτική | τῇ | ψιττάκῃ | ταῖς | ψιττάκαις | |
| αιτιατική | τὴν | ψιττάκην | τὰς | ψιττάκᾱς | |
| κλητική ὦ! | ψιττάκη | ψιττάκαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιττάκᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψιττάκαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ψιττάκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψιττάκη θηλυκό (ᾰ)
- (πτηνό) παπαγάλος
- Ὅλως δὲ τὰ γαμψώνυχα πάντα βραχυτράχηλα καὶ πλατύγλωττα καὶ μιμητικά· καὶ γὰρ τὸ Ἰνδικὸν ὄρνεον ἡ ψιττάκη, τὸ λεγόμενον ἀνθρωπόγλωττον, τοιοῦτόν ἐστι· καὶ ἀκολαστότερον δὲ γίνεται, ὅταν πίῃ οἶνον. (Αριστοτέλης, 8, 12 / 597b27)
Πηγές
- ψιττάκη, ψιττακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.