παπαγαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαγαλία οι παπαγαλίες
      γενική της παπαγαλίας των παπαγαλιών
    αιτιατική την παπαγαλία τις παπαγαλίες
     κλητική παπαγαλία παπαγαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπαγαλία < παπαγάλος + -ία

Ουσιαστικό

παπαγαλία θηλυκό

  1. η απομνημόνευση χωρίς πραγματική κατανόηση, ο παπαγαλισμός
    το έμαθα το μάθημα παπαγαλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.