πεδία

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεδία
ομόηχο: παιδεία, παιδία
τονικό παρώνυμο: παιδιά (θηλυκό)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πεδία ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πεδία ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.