παραπαιδεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραπαιδεία | οι | παραπαιδείες |
| γενική | της | παραπαιδείας | των | παραπαιδειών |
| αιτιατική | την | παραπαιδεία | τις | παραπαιδείες |
| κλητική | παραπαιδεία | παραπαιδείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.peˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐παι‐δεί‐α
Ουσιαστικό
παραπαιδεία θηλυκό
- (νεολογισμός, μειωτικό) η συμπληρωματική παιδεία που παρέχεται από ιδιώτες φροντιστές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.