παγίδευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγίδευση οι παγιδεύσεις
      γενική της παγίδευσης* των παγιδεύσεων
    αιτιατική την παγίδευση τις παγιδεύσεις
     κλητική παγίδευση παγιδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγιδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγίδευση < παγιδεύω

Ουσιαστικό

παγίδευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.