πλακοπαγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλακοπαγίδα οι πλακοπαγίδες
      γενική της πλακοπαγίδας των πλακοπαγίδων
    αιτιατική την πλακοπαγίδα τις πλακοπαγίδες
     κλητική πλακοπαγίδα πλακοπαγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλακοπαγίδα < πλάκα + -ο- + παγίδα

Ουσιαστικό

πλακοπαγίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πλακοπαγίδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.