παγιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παγιδεύω < (ελληνιστική κοινή) παγιδεύω < αρχαία ελληνική παγίς
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ʝiˈðe.vo/
Ρήμα
παγιδεύω, πρτ.: παγίδευα, στ.μέλλ.: θα παγιδεύσω και παγιδέψω, αόρ.: παγίδευσα και παγίδεψα, παθ.φωνή: παγιδεύομαι, μτχ.π.π.: παγιδευμένος
- (για ζώα ή ανθρώπους) οδηγώ κάποιον που καταδιώκω σε μια παγίδα και τον συλλαμβάνω
- ↪ οι λαθροθήρες παγίδευσαν μια αρκούδα
- (μεταφορικά) ενεργώ έτσι, ώστε κάποιος να μην έχει δυνατότητα αντίδρασης και τον ωθώ έτσι σε λανθασμένες ενέργειες
- ↪ η άλλη πλευρά προσπάθησε κατά τις διαπραγματεύσεις να μας παγιδεύσει με νομικίστικα τερτίπια
- προετοιμάζω και τοποθετώ κάπου έναν μηχανισμό για να προκαλέσω ζημιά
- ↪ είχαν παγιδεύσει την πόρτα με εκρηκτικά
- ↪ η γυναίκα του τον κατηγορούσε ότι είχε παγιδεύσει το τηλέφωνό της για να την παρακολουθεί
Μεταφράσεις
παγιδεύω
τοποθετώ κάπου έναν μηχανισμό για να προκαλέσω ζημιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.