περδικοπαγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περδικοπαγίδα οι περδικοπαγίδες
      γενική της περδικοπαγίδας των περδικοπαγίδων
    αιτιατική την περδικοπαγίδα τις περδικοπαγίδες
     κλητική περδικοπαγίδα περδικοπαγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περδικοπαγίδα < πέρδικ(α) + -ο- + παγίδα

Ουσιαστικό

περδικοπαγίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.