φωτοπαγίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτοπαγίδα | οι | φωτοπαγίδες |
| γενική | της | φωτοπαγίδας | των | φωτοπαγίδων |
| αιτιατική | τη | φωτοπαγίδα | τις | φωτοπαγίδες |
| κλητική | φωτοπαγίδα | φωτοπαγίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτοπαγίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωτοπαγίς.[1] Μορφολογικά, φωτο- + παγίδα
Ουσιαστικό
φωτοπαγίδα θηλυκό
Μεταφράσεις
συσκευή για τα έντομα
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.