παγιδευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παγιδευμένος | η | παγιδευμένη | το | παγιδευμένο |
| γενική | του | παγιδευμένου | της | παγιδευμένης | του | παγιδευμένου |
| αιτιατική | τον | παγιδευμένο | την | παγιδευμένη | το | παγιδευμένο |
| κλητική | παγιδευμένε | παγιδευμένη | παγιδευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παγιδευμένοι | οι | παγιδευμένες | τα | παγιδευμένα |
| γενική | των | παγιδευμένων | των | παγιδευμένων | των | παγιδευμένων |
| αιτιατική | τους | παγιδευμένους | τις | παγιδευμένες | τα | παγιδευμένα |
| κλητική | παγιδευμένοι | παγιδευμένες | παγιδευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παγιδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγιδεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.