πάτρονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πάτρονας | οι | πάτρονες |
| γενική | του | πάτρονα | των | πατρόνων |
| αιτιατική | τον | πάτρονα | τους | πάτρονες |
| κλητική | πάτρονα | πάτρονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάτρονας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πάτρων από την αιτιατική «τὸν πάτρωνα» με ορθογραφική απλοποίηση < λατινική patronus < pater < πρωτοϊταλική *patēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.tɾo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐τρο‐νας
Ουσιαστικό
πάτρονας αρσενικό
- (ιστορία) πατρίκιος ή άλλο πρόσωπο υψηλού κοινωνικού κύρους που προστάτευε και εκπροσωπούσε απελεύθερο (ή άλλο άτομο κατώτερης κοινωνικής τάξης) στην αρχαία Ρώμη
- (κατ’ επέκταση) κάποιος που πατρονάρει, που προστατεύει κάποιον (νομικά, οικονομικά κ.λπ.) ή τον κατευθύνει και τον ελέγχει (ενίοτε παρασκηνιακά και ιδιοτελώς)
- ο χορηγός, που προσφέρει οικονομική υποστρήριξη
Συγγενικά
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.