πάτρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πάτρων | οἱ | πάτρωνες | ||||
| γενική | τοῦ | πάτρωνος | τῶν | πατρώνων | ||||
| δοτική | τῷ | πάτρωνῐ | τοῖς | πάτρωσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | πάτρωνᾰ | τοὺς | πάτρωνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | πάτρων | πάτρωνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάτρωνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πατρώνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πάτρων < (άμεσο δάνειο) λατινική patronus (προστάτης απελεύθερου) < → δείτε τη λέξη pater
Ουσιαστικό
πάτρων, -ωνος αρσενικό (θηλυκό πατρώνα)
- (ελληνιστική κοινή) προστάτης απελεύθερου όπως η σημασία του λατινικού patronus (πάτρωνας)
- άλλες μορφές: πατρώνης
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πατήρ
Πηγές
- πάτρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάτρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.