pater

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

pater < πρωτοϊταλική *patēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr. Από την ίδια ρίζα και το (αρχαία ελληνική) πατήρ, το σανσκριτικό पितृ (pitṛ), το (παλαιά αρμενικά) հայր (hayr) και το πρωτογερμανικό *fadēr (αρχαίο αγγλικό fæder > αγγλικό father, γερμανικό Vater κλπ)

Ουσιαστικό

pater (la) αρσενικό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pater patrēs
γενική patris patrum
δοτική patrī patribus
αιτιατική patrem patrēs
κλητική pater patrēs
αφαιρετική patre patribus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.