ιδιοτελώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδιοτελώς < ιδιοτελής

Επίρρημα

ιδιοτελώς

  • κατά τρόπο ιδιοτελή, με σκοπό την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.