πατρόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατρόνα | οι | πατρόνες |
| γενική | της | πατρόνας | των | (πατρονών) |
| αιτιατική | την | πατρόνα | τις | πατρόνες |
| κλητική | πατρόνα | πατρόνες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατρόνα < (άμεσο δάνειο) βενετική patrona < λατινική patronus < pater < πρωτοϊταλική *patēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr
Ουσιαστικό
πατρόνα θηλυκό
- (παρωχημένο) η διευθύντρια ή ιδιοκτήτρια μιας επιχείρησης
- (οικείο) η διευθύντρια ή ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής
- → δείτε και τη λέξη ματρόνα
- (σπάνιο) η οικοδέσποινα
- η παλάσκα, η φυσιγγιοθήκη
Μεταφράσεις
πατρόνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.