πατρονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατρονία | οι | πατρονίες |
| γενική | της | πατρονίας | των | πατρονιών |
| αιτιατική | την | πατρονία | τις | πατρονίες |
| κλητική | πατρονία | πατρονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατρονία < πάτρον(ας) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική patronage)[1]
Συγγενικά
- πατρονάρισμα
- → δείτε τις λέξεις πάτρονας και πατέρας
Αναφορές
- πατρονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.