πάρωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πάρωρος | η | πάρωρη | το | πάρωρο |
| γενική | του | πάρωρου | της | πάρωρης | του | πάρωρου |
| αιτιατική | τον | πάρωρο | την | πάρωρη | το | πάρωρο |
| κλητική | πάρωρε | πάρωρη | πάρωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πάρωροι | οι | πάρωρες | τα | πάρωρα |
| γενική | των | πάρωρων | των | πάρωρων | των | πάρωρων |
| αιτιατική | τους | πάρωρους | τις | πάρωρες | τα | πάρωρα |
| κλητική | πάρωροι | πάρωρες | πάρωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πάρωρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πάρωρος [1] → δείτε ὥρα
Επίθετο
πάρωρος, -η, -ο
Αναφορές
- πάρωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πάρωρος | τὸ | πάρωρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παρώρου | τοῦ | παρώρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παρώρῳ | τῷ | παρώρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πάρωρον | τὸ | πάρωρον | ||
| κλητική ὦ! | πάρωρε | πάρωρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πάρωροι | τὰ | πάρωρᾰ | ||
| γενική | τῶν | παρώρων | τῶν | παρώρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παρώροις | τοῖς | παρώροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παρώρους | τὰ | πάρωρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πάρωροι | πάρωρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρώρω | τὼ | παρώρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρώροιν | τοῖν | παρώροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πάρωρος (ελληνιστική κοινή) < (παρά) πάρ- + αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ος
Σημειώσεις
Δε σχετίζονται το παρώρεια, παρωρείτης
Πηγές
- πάρωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάρωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.