παρωρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρωρίτης οι παρωρίτες
      γενική του παρωρίτη των παρωριτών
    αιτιατική τον παρωρίτη τους παρωρίτες
     κλητική παρωρίτη παρωρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρωρίτης < πάρωρος + -ίτης < (ελληνιστική κοινή) πάρωρος < παρά + αρχαία ελληνική ὥρα

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾoˈɾi.tis/

Ουσιαστικό

παρωρίτης αρσενικό

  1. που επιστρέφει στο σπίτι του αργά, αφού έχει περάσει η ώρα
      Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ο Μπαταριάς, (απόσπασμα),   @ebooks.edu.gr
    Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, κι οι γύρω παρωρίτες,
    σα σ' υπνοφαντασιά,
    παίρναν το δρόμο του γιαλού, οι απανωπαζαρίτες,
    κι οι κάτω τα ντερσέκια τα στενά,
    μέσα στ' ανάφλογο το φως, άρχιζαν κι οι καμπάνες,
     συνώνυμα: ξενύχτης
  2. (λαογραφία) καλικάντζαρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.