παράουρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράουρος η παράουρη το παράουρο
      γενική του παράουρου της παράουρης του παράουρου
    αιτιατική τον παράουρο την παράουρη το παράουρο
     κλητική παράουρε παράουρη παράουρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράουροι οι παράουρες τα παράουρα
      γενική των παράουρων των παράουρων των παράουρων
    αιτιατική τους παράουρους τις παράουρες τα παράουρα
     κλητική παράουροι παράουρες παράουρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παράουρος < πάρωρος < αρχαία ελληνική πάρωρος < παρά + ὥρα

Επίθετο

παράουρος, -η, -ο

(ιδιωματικό)
  1. που δεν είναι ή δεν συμβαίνει στην κανονική του ώρα
     συνώνυμα: άκαιρος, πάρωρος
  2. (κατ’ επέκταση) κακοφτιαγμένος άνθρωπος, μη κανονικός
  3. (μεταφορικά) καθυστερημένος, παλαβός, τρελός, βλάκας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.