παρώρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρώρεια | οι | παρώρειες |
| γενική | της | παρώρειας | των | παρωρειών |
| αιτιατική | την | παρώρεια | τις | παρώρειες |
| κλητική | παρώρεια | παρώρειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρώρεια < ελληνιστική κοινή παρώρεια < αρχαία ελληνική παρά + ὄρος
Μεταφράσεις
παρώρεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.