πάρωρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάρωρα < ελληνιστική κοινή πάρωρα[1] [2] < πάρωρος < αρχαία ελληνική παρά + ὥρα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πάρωρα
|
- πάρωρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πάρωρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.