πάλιουρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πάλιουρας | οι | πάλιουρες |
| γενική | του | πάλιουρα | των | πάλιουρων |
| αιτιατική | τον | πάλιουρα | τους | πάλιουρες |
| κλητική | πάλιουρα | πάλιουρες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- πάλιουρας < παλίουρος (rhamus paliurus) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πάλιουρας αρσενικό
- ακανθώδης θάμνος που χρησιμοποιείται και για φράχτης
- ※ Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια
- Κώστας Κρυστάλλης, «Ήθελα νάμουν τσέλιγκας», Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893).
- ※ Γουλιέλμε, ἄκου ’ς τὸν πάλιουρα τὸ σφούριγμα τοῦ ἀνέμου
- Γκότφρηντ Μπύργκερ, «Λεονώρα, μεταφραστής Λορέντζος Μαβίλης, Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).
- ※ Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια
Μεταφράσεις
πάλιουρας
|
|
Ετυμολογία 2
- πάλιουρας < παλι(ός) + -ουρας
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πάλιουρας | οι | πάλιουρες |
| γενική | του | πάλιουρα | των | πάλιουρων |
| αιτιατική | τον | πάλιουρα | τους | πάλιουρες |
| κλητική | πάλιουρα | πάλιουρες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πάλιουρας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) που είναι πολύ καιρό στο στράτευμα και, συνήθως, εμπνέει σεβασμό ή φόβο λόγω «αρχαιότητας»
- ※ Πιστεύεις ότι θυμάσαι τα πάντα απ’ τη θητεία σου; Θα καταφέρεις να κάνεις 10/10 στο κουίζ που ακόμα και οι πάλιουρες του στρατού χάνουν;
- «Ρεκόρ το 9/10: Θα είσαι ο πρώτος που θα απαντήσει σωστά 10 ερωτήσεις για τον στρατό;», Sport-FM.gr (8 Ιανουαρίου 2019)· πρόσβαση: 2023-07-29.
- ※ Πιστεύεις ότι θυμάσαι τα πάντα απ’ τη θητεία σου; Θα καταφέρεις να κάνεις 10/10 στο κουίζ που ακόμα και οι πάλιουρες του στρατού χάνουν;
- (γενικότερα) που έχει για μεγάλο χρονικό διάστημα μια ιδιότητα, που βρίσκεται πολύ καιρό σε μια υπηρεσία ή θέση και θεωρείται έμπειρος και αξιοσέβαστος εξ αυτού του γεγονότος
- ※ Και όλοι μαζί, παλιός, βουλευτής, παρατρεχάμενοι και των δύο, να γελάνε και να συμφωνούν: «Πού να το καταλάβουν στην Αθήνα πώς μαζεύονται οι ψήφοι». Όποιος έχει ζήσει τις περιοδείες, όποιος έχει ακούσει τους … πάλιουρες να περηφανεύονται για τα κατορθώματά τους στα … νεούδια μπορεί να αναγνωρίσει τους χαρακτήρες του Δούκα και του Λιβανού, όταν ο πρώτος καυχιέται πως μετά τις πυρκαγιές της Ηλείας το 2007 πήρε τις ψήφους κρατώντας τις σακούλες με τα λεφτά.
- «Το επταήμερο του Αντώνη Πανούτσου: Πάλιουρες, νεούδια και ιστορίες μαγκιάς», Ελεύθερος Τύπος.gr (13 Φεβρουαρίου 2022)· πρόσβαση: 2023-07-29.
- ※ Και όλοι μαζί, παλιός, βουλευτής, παρατρεχάμενοι και των δύο, να γελάνε και να συμφωνούν: «Πού να το καταλάβουν στην Αθήνα πώς μαζεύονται οι ψήφοι». Όποιος έχει ζήσει τις περιοδείες, όποιος έχει ακούσει τους … πάλιουρες να περηφανεύονται για τα κατορθώματά τους στα … νεούδια μπορεί να αναγνωρίσει τους χαρακτήρες του Δούκα και του Λιβανού, όταν ο πρώτος καυχιέται πως μετά τις πυρκαγιές της Ηλείας το 2007 πήρε τις ψήφους κρατώντας τις σακούλες με τα λεφτά.
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.