ρουπάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρουπάκι | τα | ρουπάκια |
| γενική | του | ρουπακιού | των | ρουπακιών |
| αιτιατική | το | ρουπάκι | τα | ρουπάκια |
| κλητική | ρουπάκι | ρουπάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρουπάκι < ρωπάκι < ρωπάκιον < ρώπαξ < ρώψ.
Ουσιαστικό
ρουπάκι ουδέτερο
- είδος βελανιδιάς (συνήθως θαμνώδης).
- ↪ Η αρία και το ρουπάκι αποτελούν παραλλαγές της δρυός (βελανιδιάς).
- ※ Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, (Κώστας Κρυστάλλης, Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.