καλύβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλύβα | οι | καλύβες |
| γενική | της | καλύβας | των | καλυβών |
| αιτιατική | την | καλύβα | τις | καλύβες |
| κλητική | καλύβα | καλύβες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλύβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλύβη
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈli.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λύ‐βα
Ουσιαστικό
καλύβα θηλυκό
- μικρό οίκημα κατασκευασμένο με πρόχειρα υλικά (ξύλα, χώμα, άχυρα κ.λπ)
- ※ Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, (Κώστας Κρυστάλλης, Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893)
- ※ Χειμώνα, καλοκαίρι, ζούσε όξω. Φύλακας, πιο πολύ παρά μπαξεβάνης, ο μπαμπάς της· η καλύβα του, το χαμόσπιτό του, πλάγι στο ξοχικό που νοίκιαζε ο Γιώργος· η καλύβα στον οξώτοιχο κολλητά· το σπίτι του Γιώργου, μέσα στη μέση του ποστατικού· πεντέξι βήματα για να πας από το ένα στο άλλο. (Γιάννης Ψυχάρης, Το ταχυδρομικό δελτάριο, Στον ίσκιο του πλατάνου, 1911)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.