παλαίουρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαίουρας οι παλαίουρες
      γενική του παλαίουρα των παλαίουρων
    αιτιατική τον παλαίουρα τους παλαίουρες
     κλητική παλαίουρα παλαίουρες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαίουρας < παλαι(ός) + -ουρας

Ουσιαστικό

παλαίουρας αρσενικό

  • ο παλαιότερος, ο πιο έμπειρος, ιδίως στη στρατιωτική αργκό
      Ο κ. γενικός ήταν ένας «παλαίουρας», τρακόσια χρόνια στο κουρμπέτι, ήξερε το σύστημα σαν την τσέπη του.
    «Ο αρμόδιος λείπει», Η Αυγή (10 Ιουλίου 2016) .

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.