θητεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θητεία | οι | θητείες |
| γενική | της | θητείας | των | θητειών |
| αιτιατική | τη | θητεία | τις | θητείες |
| κλητική | θητεία | θητείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θητεία < αρχαία ελληνική θητεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /θiˈti.a/
Ουσιαστικό
θητεία θηλυκό
- το διάστημα κατά το οποίο παραμένει στο στρατό ένας κληρωτός, η στρατιωτική υπηρεσία
- η άσκηση ενός αξιώματος και το χρονικό διάστημα της άσκησης αυτής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.