ροδάμι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ροδάμι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾoˈða.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δά‐μι
Ουσιαστικό
ροδάμι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το μπόλι· ο νέος βλαστός
- ※ [Ξενώνας] Ροδάμι. […] Το όνομα το πήρε από ένα πολυετές πουρνάρι στην αυλή του, το οποίο κάθε άνοιξη βγάζει καινούριους βλαστούς (= ροδάμια ή ροδάμνια).
- Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφαρειακή ενότητα Ιωαννίνων. Όπου η ομορφιά περισσεύει [τουριστικός οδηγός] (Λονδίνο: Εκδόσεις Ακακία, 2016, ISBN 978-1-911352-34-1). Στο Google Books· πρόσβαση: 2022-09-09.
- ※ Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, (Κώστας Κρυστάλλης, Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893)
- ※ [Ξενώνας] Ροδάμι. […] Το όνομα το πήρε από ένα πολυετές πουρνάρι στην αυλή του, το οποίο κάθε άνοιξη βγάζει καινούριους βλαστούς (= ροδάμια ή ροδάμνια).
- ροδάμνι
Μεταφράσεις
ροδάμι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.