ουρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουρία | οι | ουρίες |
| γενική | της | ουρίας | των | ουριών |
| αιτιατική | την | ουρία | τις | ουρίες |
| κλητική | ουρία | ουρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /uˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρί‐α
Ουσιαστικό
ουρία θηλυκό
- (χημεία) αζωτούχος κρυσταλλική ανθρακική ουσία που περιέχεται στα ούρα (και αλλού: αίμα, χολή κ.λπ.), αλλά χρησιμοποιείται και στην παρασκευή λιπασμάτων κ.ά.
Συγγενικά
- αιματουρία
- αιμοσφαιρινουρία
- ανουρία
- αουρία
- δυσουρία
- ισχουρία
- πυουρία
- συχνουρία / συχνοουρία
- → δείτε τη λέξη ούρο
-
ουρία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.