ανθρακικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρακικός η ανθρακική το ανθρακικό
      γενική του ανθρακικού της ανθρακικής του ανθρακικού
    αιτιατική τον ανθρακικό την ανθρακική το ανθρακικό
     κλητική ανθρακικέ ανθρακική ανθρακικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρακικοί οι ανθρακικές τα ανθρακικά
      γενική των ανθρακικών των ανθρακικών των ανθρακικών
    αιτιατική τους ανθρακικούς τις ανθρακικές τα ανθρακικά
     κλητική ανθρακικοί ανθρακικές ανθρακικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθρακικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ανθρακικός, -ή, -ό

  1. (χημεία) για χημικές ενώσεις που περιέχουν άνθρακα
    ανθρακικό οξύ
    όξινο ανθρακικό νάτριο (σόδα)

Συγγενικά

  • διττανθρακικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.