αουρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αουρία | οι | αουρίες |
| γενική | της | αουρίας | των | αουριών |
| αιτιατική | την | αουρία | τις | αουρίες |
| κλητική | αουρία | αουρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anurie < αρχαία ελληνική οὖρον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.