λίπασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίπασμα τα λιπάσματα
      γενική του λιπάσματος των λιπασμάτων
    αιτιατική το λίπασμα τα λιπάσματα
     κλητική λίπασμα λιπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίπασμα < (ελληνιστική κοινή) λίπασμα και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική engrais[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.pa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λίπασμα

Ουσιαστικό

λίπασμα ουδέτερο

  • οποιαδήποτε ουσία, φυσική ή τεχνητά παρασκευασμένη που βελτιώνει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.