ούρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ούρα
τονικό παρώνυμο: ουρά

Ετυμολογία 1

ούρα! < αγγλική hurrah, hooray [1]

Επιφώνημα

ούρα!

  • (παρωχημένο) ζήτω!
    επί βασιλείας Όθωνα η πολεμική ιαχή ούρα! έλαβε χαρακτήρα ζητωκραυγής, κατά ξενική μίμηση

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 1

ούρα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ούρα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.