ισχουρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισχουρία | οι | ισχουρίες |
| γενική | της | ισχουρίας | των | ισχουριών |
| αιτιατική | την | ισχουρία | τις | ισχουρίες |
| κλητική | ισχουρία | ισχουρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισχουρία < (ελληνιστική κοινή) ἰσχουρία
Μεταφράσεις
ισχουρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.