οροθετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οροθετικός η οροθετική το οροθετικό
      γενική του οροθετικού της οροθετικής του οροθετικού
    αιτιατική τον οροθετικό την οροθετική το οροθετικό
     κλητική οροθετικέ οροθετική οροθετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οροθετικοί οι οροθετικές τα οροθετικά
      γενική των οροθετικών των οροθετικών των οροθετικών
    αιτιατική τους οροθετικούς τις οροθετικές τα οροθετικά
     κλητική οροθετικοί οροθετικές οροθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾo.θe.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οροθετικός

Ετυμολογία

  1. οροθετικός < οροθε(σία) + -τικός < ορο- όπως ο όρος + -θε(σία) + -τικός
  2. οροθετικός < ορο- (όπως ο ορός) + θετικός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική seropositive[1]

Επίθετο

οροθετικός, -ή, -ό

Επίθετο

οροθετικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.